- καρκινοβάτης
- καρκινοβάτης, ὁ (Α)αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο-βάτης, υπνο-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρκινοβάτης — walking like a crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καρκινοβατώ — έω 1. βαδίζω σαν τον κάβουρα, βαδίζω προς τα πίσω 2. μτφ. βαδίζω αργά, προχωρώ αργά και χωρίς σταθερότητα στο έργο μου 3. αποτυγχάνω στο έργο μου, δεν προοδεύω, οπισθοδρομώ («η επιχείρηση καρκινοβατεί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκινοβάτης. Η λ.… … Dictionary of Greek